ἱερουργοῦ

ἱερουργοῦ
ἱ̱ερουργοῦ , ἱερουργέω
perform sacred rites
imperf ind mp 2nd sg (attic)
ἱερουργέω
perform sacred rites
pres imperat mp 2nd sg (attic)
ἱερουργέω
perform sacred rites
imperf ind mp 2nd sg (attic)
ἱερουργός
sacrificing priest
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Βέδες — Αρχαία σοφιολογικά ινδικά κείμενα. Ο όρος σημαίνει την ιερήγνώση (βέδα, σανσκρ. γνώση). Οι Β. θεωρούνται από την παράδοση ως άμεση απόρροια εκ του Όντος κατά την εξέλιξη της δημιουργίας του κόσμου και αποκάλυψη που έγινε στους ιερούς προφήτες,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”